- πάρκιν
- το1. ειδικός χώρος κατάλληλος για τη στάθμευση αυτοκινήτων ή άλλων οχημάτων2. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παρκάρω, η στάθμευση αυτοκινήτου σε κατάλληλο χώρο, το παρκάρισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. parking].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.